- ζουμ
- (zoom). Οπτικό σύστημα που αποτελείται από τέσσερις ή περισσότερους φακούς τοποθετημένους έτσι ώστε, όταν κινείται ο ένας ως προς τον άλλο, να μεταβάλλεται η εστιακή απόσταση και συνεπώς ο συντελεστής μεγέθυνσης του συστήματος, δίχως να αλλάζει το επίπεδο όπου σχηματίζεται το είδωλο. Στο ζ. ο λόγος της μέγιστης προς την ελάχιστη μεγέθυνση είναι 3 ή 4. Το ζ. χρησιμοποιείται στις κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και φωτογραφικές μηχανές λήψης.
Dictionary of Greek. 2013.