ζουμ

ζουμ
(zoom). Οπτικό σύστημα που αποτελείται από τέσσερις ή περισσότερους φακούς τοποθετημένους έτσι ώστε, όταν κινείται ο ένας ως προς τον άλλο, να μεταβάλλεται η εστιακή απόσταση και συνεπώς ο συντελεστής μεγέθυνσης του συστήματος, δίχως να αλλάζει το επίπεδο όπου σχηματίζεται το είδωλο. Στο ζ. ο λόγος της μέγιστης προς την ελάχιστη μεγέθυνση είναι 3 ή 4. Το ζ. χρησιμοποιείται στις κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και φωτογραφικές μηχανές λήψης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • σιχαμερός — ή, ό, Ν αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός. επίρρ... σιχαμερά Ν με σιχαμερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, ζουμ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • χαδερός — ή, ό, Ν 1. λείος, απαλός 2. (για τόπο) αυτός που έχει ελαφρά κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι + κατάλ. ερός (πρβλ. ζουμ ερός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”